- προκυμία
- ἡ, Αβλ. προκυμαία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκυμία — προκυμίᾱ , προκυμία breakwater fem nom/voc/acc dual προκυμίᾱ , προκυμία breakwater fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκυμαία — η, ΝΜ, και προκυμία Α νεοελλ. παραλία λιμανιού που προστατεύεται από τα κύματα με κρηπίδωμα νεοελλ. αρχ. τεχνικό έργο σε λιμάνια για να τά προστατεύει από τα κύματα και να επιτρέπει το ασφαλές πλεύρισμα τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προκυμία < προ … Dictionary of Greek